- εὐθύγλωσσος
- εὐθῠ-γλωσσος, [dialect] Att. [suff] εὐθῠ-γλωττος, ον,A straightforward, plain-spoken, Pi.P.2.86, Dam.Isid.23, Procop.Arc. 29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθύγλωσσος — εὐθύγλωσσος και εὐθύγλωττος, ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με παρρησία, με ευθύτητα … Dictionary of Greek
εὐθύγλωσσος — straightforward masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύγλωττος — εὐθύγλωσσος , εὐθύγλωσσος straightforward masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek